- πτέρνος
- πτέρνος, ὁ,=A culdex, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύπτερνος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο γρήγορος στις φτέρνες, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερνος (< πτέρνη)] … Dictionary of Greek